κοντανασαίνω

κοντανασαίνω
λαχανιάζω, αγκομαχώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοντανασαίνω — κοντανασαίνω, κοντανάσανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοντανασαίνω — αναπνέω με σύντομες και διακεκομμένες αναπνοές, λαχανιάζω, ασθμαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ανασαίνω (πρβλ. βαρι ανασαίνω, γοργ ανασαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ασθμαίνω — (AM ἀσθμαίνω) [άσθμα] αναπνέω με κόπο, κοντανασαίνω, λαχανιάζω αρχ. 1. καταβάλλω προσπάθεια 2. περιμένω κάτι με ανυπομονησία …   Dictionary of Greek

  • εκψύχω — ἐκψύχω (AM) αρχ. μσν. 1. χάνω τις αισθήσεις, λιποθυμώ 2. πεθαίνω, ξεψυχώ αρχ. 1. κοντανασαίνω, ασθμαίνω 2. είμαι εντελώς παγωμένος, ψυχρός …   Dictionary of Greek

  • κοντανάσασμα — το [κοντανασαίνω] συχνές και κοφτές αναπνοές, πνευστίαση, λαχάνιασμα, αγκομαχητό …   Dictionary of Greek

  • κοντοανασαίνω — (Μ) κοντανασαίνω*, λαχανιάζω, ασθμαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ανασαίνω] …   Dictionary of Greek

  • λαφάζω — (Μ λαφάζω και λαφάσσω) αναπνέω ασθμαίνοντας, λαχανιάζω, κοντανασαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού λαφύσσω «καταπίνω», με σημασιολογική εξέλιξη] …   Dictionary of Greek

  • λαχανιάζω — (Μ λαχανιάζω) ασθμαίνω, αναπνέω με δυσκολία, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ιδίως μετά από τρέξιμο ή ανέβασμα σε ύψωμα ή σε σκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχανιάζω < αναχαίνω «έχω το στόμα μου ανοιχτό», με ανομοίωση ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά… …   Dictionary of Greek

  • πνευστιώ — πνευστιῶ, άω, ΝΜΑ αναπνέω με δυσκολία, κοντανασαίνω, λαχανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευστός + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. εμετιώ)] …   Dictionary of Greek

  • ασθμαίνω — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), λαχανιάζω, κοντανασαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”